- τεύξει'
- τεύξειε , τεύχωmake readyaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τευξεῖ — τεύχω make ready fut ind mid 2nd sg (doric) τεύχω make ready fut ind act 3rd sg (doric) τυγχάνω happen to be at fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύξει — τεύχω make ready aor subj act 3rd sg (epic) τεύχω make ready fut ind mid 2nd sg τεύχω make ready fut ind act 3rd sg τεύ̱ξει , τεῦξις making fem nom/voc/acc dual (attic epic) τεύ̱ξεϊ , τεῦξις making fem dat sg (epic) τεύ̱ξει , τεῦξις making fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… … Dictionary of Greek